ρήμα “govern”
απαρέμφατο govern; αυτός governs; αόριστος governed; μετοχή αορ. governed; μετοχή ενεστ. governing
- κυβερνώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The president governs with the help of elected officials.
- διοικώ
The president governs the country by creating and enforcing laws.
- ελέγχω (συσκευή)
The thermostat governs the temperature in the house.
- καθορίζω
Emotions often govern how people make decisions.
- προσδιορίζω (γραμματική)
In English, the verb "rely" governs the preposition "on."