·

oversee (EN)
ρήμα

ρήμα “oversee”

απαρέμφατο oversee; αυτός oversees; αόριστος oversaw; μετοχή αορ. overseen; μετοχή ενεστ. overseeing
  1. επιβλέπω
    The project manager was tasked with overseeing the construction to ensure it met all safety standards.
  2. παρακολουθώ από ψηλά (στην έννοια του να βλέπω ή να παρατηρώ κάτι από υψηλότερο σημείο)
    From the hilltop, she could oversee the entire valley below.