ρήμα “oversee”
απαρέμφατο oversee; αυτός oversees; αόριστος oversaw; μετοχή αορ. overseen; μετοχή ενεστ. overseeing
- επιβλέπω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The project manager was tasked with overseeing the construction to ensure it met all safety standards.
- παρακολουθώ από ψηλά (στην έννοια του να βλέπω ή να παρατηρώ κάτι από υψηλότερο σημείο)
From the hilltop, she could oversee the entire valley below.