·

topic (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “topic”

ενικός topic, πληθυντικός topics
  1. θέμα
    For our next book club meeting, let's choose a novel that explores the topic of time travel.
  2. νήμα (στο διαδίκτυο, σειρά μηνυμάτων ή αναρτήσεων που αφορούν το ίδιο θέμα)
    The latest topic on the forum has already gathered over a hundred replies.