ουσιαστικό “island”
ενικός island, πληθυντικός islands
- νησί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They spent their vacation on a tropical island with white sandy beaches.
- νησί (απομονωμένο μέρος)
The park is an island of peace in the busy city.
- νησίδα (αναφέρεται σε κυκλοφοριακή νησίδα)
Wait on the traffic island before crossing the next lane.
- νησίδα (κουζίνας)
They installed a large island in the kitchen for extra workspace.
- νησίδα (ναυτική)
From the island, the captain commanded the ship.