επίθετο “possible”
βασική μορφή possible (more/most)
- εφικτός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
With enough practice, it's possible to master a new language.
- πιθανός
We need to consider all possible side-effects before administering a medication.
- αποδεκτός
Given the time constraints, finishing the project by tomorrow is the only possible outcome.
- το δυνατόν (σε συνδυασμό με υπερθετικούς βαθμούς, π.χ. το καλύτερο δυνατόν)
She prepared the best possible meal to impress her in-laws.