·

located (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
locate (ρήμα)

επίθετο “located”

βασική μορφή located, μη βαθμ.
  1. βρίσκεται
    The hotel is conveniently located near the airport.