ρήμα “incur”
απαρέμφατο incur; αυτός incurs; αόριστος incurred; μετοχή αορ. incurred; μετοχή ενεστ. incurring
- υφίσταμαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company incurred significant losses due to poor management.
- (για κόστη) να απαιτείται να πληρωθούν
Extending the insurance coverage will incur additional costs.
- (στο δίκαιο) καθίσταμαι υπεύθυνος ή υπόκειμαι σε κάτι
By signing the agreement, she incurred certain legal obligations.