ουσιαστικό “vault”
ενικός vault, πληθυντικός vaults
- θησαυροφυλάκιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The gold bars were kept in the bank's vault.
- θόλος (με καμάρα)
The ancient library was located in a stone vault beneath the castle.
- κρύπτη (τάφος)
The noble family was entombed in a vault beneath the cathedral.
- άλμα
With a quick vault, he cleared the fence.
- άλμα (ενόργανη γυμναστική, μια γυμναστική κίνηση στην οποία ένας αθλητής πηδάει πάνω από ένα όργανο)
Her vault during the competition was flawless.
- θόλος
The high vault of the cathedral was adorned with beautiful paintings.
- ουράνιος θόλος
The stars filled the vault of the night sky.
ρήμα “vault”
απαρέμφατο vault; αυτός vaults; αόριστος vaulted; μετοχή αορ. vaulted; μετοχή ενεστ. vaulting
- υπερπηδώ
The athlete vaulted over the high bar with ease.