ρήμα “embark”
απαρέμφατο embark; αυτός embarks; αόριστος embarked; μετοχή αορ. embarked; μετοχή ενεστ. embarking
- επιβιβάζομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We embarked on the cruise ship, ready for our adventure at sea.
- αρχίζω
She embarked on a new career as a chef.
- εμπλέκω (στην έννοια της δέσμευσης πόρων ή ανθρώπων σε μια δραστηριότητα)
She embarked her savings in a new business venture.