·

embark (EN)
ρήμα

ρήμα “embark”

απαρέμφατο embark; αυτός embarks; αόριστος embarked; μετοχή αορ. embarked; μετοχή ενεστ. embarking
  1. επιβιβάζομαι
    We embarked on the cruise ship, ready for our adventure at sea.
  2. αρχίζω
    She embarked on a new career as a chef.
  3. εμπλέκω (στην έννοια της δέσμευσης πόρων ή ανθρώπων σε μια δραστηριότητα)
    She embarked her savings in a new business venture.