ουσιαστικό “occupancy”
ενικός occupancy, πληθυντικός occupancies ή μη μετρήσιμο
- πληρότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The hotel's occupancy was quite low during the winter months.
- κατοχή (διάρκεια)
Their occupancy of the house lasted for almost ten years.