·

occupancy (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “occupancy”

ενικός occupancy, πληθυντικός occupancies ή μη μετρήσιμο
  1. πληρότητα
    The hotel's occupancy was quite low during the winter months.
  2. κατοχή (διάρκεια)
    Their occupancy of the house lasted for almost ten years.