επίθετο “vulnerable”
βασική μορφή vulnerable (more/most)
- ευάλωτος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She felt vulnerable sharing her personal stories with the group.
- ευάλωτος (επιρρεπής σε κίνδυνο)
After the storm, the houses on the coast were vulnerable to flooding.
- ευάλωτος (σε υπολογιστές)
Without security updates, your computer is vulnerable.
- ευάλωτος (σε κίνδυνο εξαφάνισης)
The sea turtle is a vulnerable species due to pollution.