·

wait (EN)
ρήμα, ουσιαστικό, επίφωνο

ρήμα “wait”

απαρέμφατο wait; αυτός waits; αόριστος waited; μετοχή αορ. waited; μετοχή ενεστ. waiting
  1. περιμένω
    She waited at the bus stop until the bus came.
  2. προσδοκώ
    The disagreement in the government was exactly what the opposition was waiting for.
  3. περιμένω (είναι διαθέσιμο)
    The documents are waiting on your desk.
  4. αναβάλλομαι
    The dishes can wait until after dinner.
  5. σερβίρω
    He waits at the diner every weekend to earn extra money.
  6. να επιλέγεις να μην έχεις σεξουαλικές σχέσεις μέχρι μια συγκεκριμένη στιγμή, συνήθως μέχρι να παντρευτείς
    They decided to wait until their wedding night.

ουσιαστικό “wait”

ενικός wait, πληθυντικός waits
  1. αναμονή
    The wait for the doctor felt like forever.

επίφωνο “wait”

wait
  1. περίμενε
    Wait, I think I left my keys at home!