ρήμα “wait”
απαρέμφατο wait; αυτός waits; αόριστος waited; μετοχή αορ. waited; μετοχή ενεστ. waiting
- περιμένω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She waited at the bus stop until the bus came.
- προσδοκώ
The disagreement in the government was exactly what the opposition was waiting for.
- περιμένω (είναι διαθέσιμο)
The documents are waiting on your desk.
- αναβάλλομαι
The dishes can wait until after dinner.
- σερβίρω
He waits at the diner every weekend to earn extra money.
- να επιλέγεις να μην έχεις σεξουαλικές σχέσεις μέχρι μια συγκεκριμένη στιγμή, συνήθως μέχρι να παντρευτείς
They decided to wait until their wedding night.
ουσιαστικό “wait”
ενικός wait, πληθυντικός waits
- αναμονή
The wait for the doctor felt like forever.
επίφωνο “wait”
- περίμενε
Wait, I think I left my keys at home!