επίθετο “online”
βασική μορφή online (more/most)
- διαδικτυακός (συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I'll be online tonight, so I can reply to your email.
- διαδικτυακός (διαθέσιμος μέσω του Διαδικτύου)
I prefer to read online newspapers.
- διαδικτυακός (συνδεδεμένος σε δίκτυο)
The database is online and can be accessed by all departments.
- ενεργός
The new power plant is online and supplying electricity.
επίρρημα “online”
- διαδικτυακά (ενώ είναι συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο)
She works online and communicates with clients via email.