·

online (EN)
επίθετο, επίρρημα

επίθετο “online”

βασική μορφή online (more/most)
  1. διαδικτυακός (συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο)
    I'll be online tonight, so I can reply to your email.
  2. διαδικτυακός (διαθέσιμος μέσω του Διαδικτύου)
    I prefer to read online newspapers.
  3. διαδικτυακός (συνδεδεμένος σε δίκτυο)
    The database is online and can be accessed by all departments.
  4. ενεργός
    The new power plant is online and supplying electricity.

επίρρημα “online”

online
  1. διαδικτυακά (ενώ είναι συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο)
    She works online and communicates with clients via email.