·

grown (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
grow (ρήμα)

επίθετο “grown”

βασική μορφή grown, μη βαθμ.
  1. ώριμος
    She was proud to see her once little boy now a grown man, ready to face the world on his own.