·

grow (EN)
ρήμα

ρήμα “grow”

απαρέμφατο grow; αυτός grows; αόριστος grew; μετοχή αορ. grown; μετοχή ενεστ. growing
  1. αυξάνομαι
    The city grows by 10% of its population every year.
  2. μεγαλώνω (να φτάσει σε ωριμότητα)
    The puppy grew into a strong, loyal dog over the year.
  3. αναπτύσσω (σε πλαίσιο επιχειρηματικής ή άλλης δραστηριότητας)
    She spent the summer growing her collection of rare herbs in the garden.
  4. φυτρώνω
    Sunflowers grow in the summer garden.
  5. καλλιεργώ (φυτά)
    She grew a beautiful array of tulips in her front yard.
  6. εξελίσσομαι (σε κάποια κατάσταση ή κατάσταση)
    She grew more confident with each public speech she gave.
  7. αρχίζω να κάνω κάτι όλο και περισσότερο
    At first, the job seemed difficult, but he grew to appreciate the challenges it presented.
  8. εξελίσσω (τις ικανότητες ή τα χαρακτηριστικά μου)
    Over the years, he grew as an artist.