ρήμα “grow”
απαρέμφατο grow; αυτός grows; αόριστος grew; μετοχή αορ. grown; μετοχή ενεστ. growing
- αυξάνομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The city grows by 10% of its population every year.
- μεγαλώνω (να φτάσει σε ωριμότητα)
The puppy grew into a strong, loyal dog over the year.
- αναπτύσσω (σε πλαίσιο επιχειρηματικής ή άλλης δραστηριότητας)
She spent the summer growing her collection of rare herbs in the garden.
- φυτρώνω
Sunflowers grow in the summer garden.
- καλλιεργώ (φυτά)
She grew a beautiful array of tulips in her front yard.
- εξελίσσομαι (σε κάποια κατάσταση ή κατάσταση)
She grew more confident with each public speech she gave.
- αρχίζω να κάνω κάτι όλο και περισσότερο
At first, the job seemed difficult, but he grew to appreciate the challenges it presented.
- εξελίσσω (τις ικανότητες ή τα χαρακτηριστικά μου)
Over the years, he grew as an artist.