ρήμα “tempt”
απαρέμφατο tempt; αυτός tempts; αόριστος tempted; μετοχή αορ. tempted; μετοχή ενεστ. tempting
- πειράζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The advertisement tempted him with the promise of a free phone if he signed up for the expensive plan.
- πείθω
The smell of fresh cookies tempted him to break his diet.
- προκαλώ (να ρισκάρω μια αρνητική έκβαση)
Ignoring the weather forecast, they decided to go hiking, clearly tempting fate.