ουσιαστικό “vehicle”
ενικός vehicle, πληθυντικός vehicles
- όχημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The bus is a common vehicle that takes people to work every day.
- μέσο
Music can be a powerful vehicle for spreading messages of hope and unity.
- φορέας (ιατρική)
The cream uses a water-based vehicle to deliver the medication to the skin.