·

ability (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “ability”

ενικός ability, πληθυντικός abilities ή μη μετρήσιμο
  1. ικανότητα
    The company is losing its ability to repay its debts.
  2. δεξιότητα (σε υψηλό επίπεδο)
    Her musical ability is remarkable.