ουσιαστικό “ability”
ενικός ability, πληθυντικός abilities ή μη μετρήσιμο
- ικανότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company is losing its ability to repay its debts.
- δεξιότητα (σε υψηλό επίπεδο)
Her musical ability is remarkable.