·

fronted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
front (ρήμα)

επίθετο “fronted”

βασική μορφή fronted (more/most)
  1. με πρόσοψη
    The garden-fronted house looked beautiful with its colorful flowers.
  2. παρατεταγμένος
    The fronted soldiers stood ready for inspection.