·

few (EN)
οριστικό, αντωνυμία

οριστικό “few”

few
  1. λίγοι (όταν προηγείται άλλος προσδιοριστής)
    She adopted a few stray kittens from the shelter.
  2. λίγοι
    Few students in the class managed to solve the complex math problem.

αντωνυμία “few”

few
  1. λίγοι (μικρή απροσδιορίστου αριθμού ομάδα)
    Few know about the secret.