ουσιαστικό “lunch”
ενικός lunch, πληθυντικός lunches ή μη μετρήσιμο
- μεσημεριανό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We had sandwiches and fruit for lunch at noon.
ρήμα “lunch”
απαρέμφατο lunch; αυτός lunches; αόριστος lunched; μετοχή αορ. lunched; μετοχή ενεστ. lunching
- τρώω μεσημεριανό
We usually lunch at the park on sunny days.