·

lunch (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “lunch”

ενικός lunch, πληθυντικός lunches ή μη μετρήσιμο
  1. μεσημεριανό
    We had sandwiches and fruit for lunch at noon.

ρήμα “lunch”

απαρέμφατο lunch; αυτός lunches; αόριστος lunched; μετοχή αορ. lunched; μετοχή ενεστ. lunching
  1. τρώω μεσημεριανό
    We usually lunch at the park on sunny days.