επίθετο “roofed”
βασική μορφή roofed, μη βαθμ.
- σκεπασμένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They enjoyed a picnic under the roofed shelter at the park in spite of the rain.