·

stirring (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
stir (ρήμα)

επίθετο “stirring”

βασική μορφή stirring (more/most)
  1. συγκινητικός
    The stirring speech inspired the audience to take action.