·

β (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “β”

β, beta
  1. το δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    In geometry, angle β is opposite side b in the triangle.

σύμβολο “β”

β
  1. (φυσική) σύμβολο που αντιπροσωπεύει τα βήτα σωματίδια ή τη βήτα ακτινοβολία
    The scientist measured the β radiation emitted by the radioactive material.
  2. (χημεία) πρόθεμα που δηλώνει τη δεύτερη θέση σε ένα μόριο ή το δεύτερο από αρκετά ισομερή
    β-carotene is important for human health due to its role as a precursor of vitamin A.
  3. (φωνητική) το σύμβολο που αντιπροσωπεύει τον ηχηρό διχειλικό τριβόμενο ήχο στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο
    In Spanish, the sound [β] occurs between vowels in words like "hablar".
  4. (σχετικότητα) ο λόγος της ταχύτητας ενός αντικειμένου προς την ταχύτητα του φωτός, ορίζεται ως β = v ⁄ c
    As the spacecraft accelerated, its β value approached 1.