·

stir (EN)
ρήμα, ουσιαστικό, ουσιαστικό

ρήμα “stir”

απαρέμφατο stir; αυτός stirs; αόριστος stirred; μετοχή αορ. stirred; μετοχή ενεστ. stirring
  1. ανακατεύω
    She stirred the soup with a wooden spoon.
  2. υποκινώ
    The leader's words stirred the crowd to demand change.
  3. προκαλώ
    The heartfelt speech stirred their emotions.
  4. κουνιέμαι
    He began to stir as the sun rose.

ουσιαστικό “stir”

ενικός stir, πληθυντικός stirs ή μη μετρήσιμο
  1. ανακάτεμα
    Give the sauce a quick stir before serving.
  2. αναστάτωση
    The news caused quite a stir in the community.

ουσιαστικό “stir”

ενικός stir, μη μετρήσιμο
  1. φυλακή (αργκό)
    He spent five years in stir after the conviction.