ρήμα “stir”
απαρέμφατο stir; αυτός stirs; αόριστος stirred; μετοχή αορ. stirred; μετοχή ενεστ. stirring
- ανακατεύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She stirred the soup with a wooden spoon.
- υποκινώ
The leader's words stirred the crowd to demand change.
- προκαλώ
The heartfelt speech stirred their emotions.
- κουνιέμαι
He began to stir as the sun rose.
ουσιαστικό “stir”
ενικός stir, πληθυντικός stirs ή μη μετρήσιμο
- ανακάτεμα
Give the sauce a quick stir before serving.
- αναστάτωση
The news caused quite a stir in the community.
ουσιαστικό “stir”
ενικός stir, μη μετρήσιμο
- φυλακή (αργκό)
He spent five years in stir after the conviction.