·

trust (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο

ουσιαστικό “trust”

ενικός trust, πληθυντικός trusts ή μη μετρήσιμο
  1. εμπιστοσύνη
    She handed over her secret diary to her friend, showing the deep trust she had in her.
  2. εμπιστοσύνη (σε νομικό πλαίσιο, όπου κάποιος κατέχει περιουσία για το όφελος κάποιου άλλου)
    When my parents passed away, they left a trust for my education, with my uncle as the trustee.
  3. καρτέλ (σε οικονομικό πλαίσιο, παράνομη συνεργασία εταιρειών)
    The government dismantled the oil trust after discovering it was fixing prices and stifling competition.

ρήμα “trust”

απαρέμφατο trust; αυτός trusts; αόριστος trusted; μετοχή αορ. trusted; μετοχή ενεστ. trusting
  1. εμπιστεύομαι
    I trust my best friend with all my secrets.
  2. πιστεύω (στην αλήθεια ή αξιοπιστία κάτι)
    I trust that the sun will rise again tomorrow morning.
  3. ελπίζω (με πεποίθηση)
    I trust him to finish the project on time.
  4. αναθέτω (εμπιστεύομαι κάποιον με κάποια ευθύνη)
    She trusted her neighbor to water her plants while she was on vacation.

επίθετο “trust”

βασική μορφή trust, μη βαθμ.
  1. εμπιστευτικός (σχετικός με νομική εμπιστοσύνη ή τη διαχείρισή της)
    She appointed a trust lawyer to manage her estate according to the terms of her late father's trust agreement.