·

mobile home (EN)
φράση

φράση “mobile home”

  1. τροχόσπιτο (ένα σπίτι κατασκευασμένο σε εργοστάσιο και μεταφερόμενο εκεί όπου ζουν οι άνθρωποι σε αυτό)
    They bought a mobile home and placed it in a quiet neighborhood outside the city.