ουσιαστικό “mirror”
ενικός mirror, πληθυντικός mirrors
- καθρέφτης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He checked his hair in the mirror before the interview.
- αντανάκλαση (μεταφορικά)
The movie is a mirror of the struggles faced by the working class.
- καθρέφτης (πληροφορική, αντίγραφο δεδομένων ή μιας ιστοσελίδας που διατηρείται σε διαφορετικό διακομιστή)
To handle the extra traffic, they created a mirror of the website.
ρήμα “mirror”
απαρέμφατο mirror; αυτός mirrors; αόριστος mirrored; μετοχή αορ. mirrored; μετοχή ενεστ. mirroring
- αντικατοπτρίζω
The calm water mirrored the surrounding mountains.
- αντικατοπτρίζω (μοιάζω)
The company's policies mirror those of its competitor.
- καθρεφτίζω (πληροφορική, να δημιουργήσω ένα ακριβές αντίγραφο δεδομένων ή μιας ιστοσελίδας)
They mirrored the database to a backup server.