·

mirror (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “mirror”

ενικός mirror, πληθυντικός mirrors
  1. καθρέφτης
    He checked his hair in the mirror before the interview.
  2. αντανάκλαση (μεταφορικά)
    The movie is a mirror of the struggles faced by the working class.
  3. καθρέφτης (πληροφορική, αντίγραφο δεδομένων ή μιας ιστοσελίδας που διατηρείται σε διαφορετικό διακομιστή)
    To handle the extra traffic, they created a mirror of the website.

ρήμα “mirror”

απαρέμφατο mirror; αυτός mirrors; αόριστος mirrored; μετοχή αορ. mirrored; μετοχή ενεστ. mirroring
  1. αντικατοπτρίζω
    The calm water mirrored the surrounding mountains.
  2. αντικατοπτρίζω (μοιάζω)
    The company's policies mirror those of its competitor.
  3. καθρεφτίζω (πληροφορική, να δημιουργήσω ένα ακριβές αντίγραφο δεδομένων ή μιας ιστοσελίδας)
    They mirrored the database to a backup server.