ουσιαστικό “action”
ενικός action, πληθυντικός actions ή μη μετρήσιμο
- ενέργεια
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We need to take action to clean up the park before it gets worse.
- πράξη
Planting trees is a positive action to help the environment.
- δράση (συναρπαστική και γρήγορη δραστηριότητα)
The video game is packed with non-stop action from start to finish.
- πλοκή
The action of the movie happens in a small village.
- στην οπλοκατοχή, ο μηχανισμός που γεμίζει, κλειδώνει και αποβάλλει τις σφαίρες
The lever-action rifle allows for quick reloading by moving a lever.
- μηχανισμός (μουσικών οργάνων)
The piano's action is so light that even the softest touch produces a sound.
- απόσταση (μεταξύ χορδών και ταστιέρας)
The guitar's action is too high, making it hard to press the strings down.
- μάχη
Many soldiers were injured in action.
- σεξ
He bragged to his friends about getting some action last night.
- αγωγή
The company faced legal action for breaking the contract.
επίφωνο “action”
- πάμε
The teacher clapped her hands and said, "Action!" to start the class play.
ρήμα “action”
απαρέμφατο action; αυτός actions; αόριστος actioned; μετοχή αορ. actioned; μετοχή ενεστ. actioning
- ενεργώ
I will action your feedback by updating the report today.