επίθετο “fixed-roof”
βασική μορφή fixed-roof, μη βαθμ.
- που έχει στέγη που είναι μόνιμα στερεωμένη και δεν μπορεί να ανασυρθεί ή να αφαιρεθεί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The fixed-roof version of the car offers better protection from the weather than the convertible model.