·

fixed-roof (EN)
επίθετο

επίθετο “fixed-roof”

βασική μορφή fixed-roof, μη βαθμ.
  1. που έχει στέγη που είναι μόνιμα στερεωμένη και δεν μπορεί να ανασυρθεί ή να αφαιρεθεί
    The fixed-roof version of the car offers better protection from the weather than the convertible model.