ουσιαστικό “sense”
ενικός sense, πληθυντικός senses ή μη μετρήσιμο
- αίσθηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After eating spicy food, her sense of taste was overwhelmed for hours.
- έννοια (στην ικανότητα κάποιου να κάνει ή να καταλαβαίνει κάτι καλά)
Her sense of direction is so good, she can navigate through any city without a map.
- αίσθηση (της ηθικής ή του σωστού)
She had a deep sense of responsibility towards her family.
- αίσθηση (γενικό συναίσθημα)
After moving to the quiet countryside, she felt a deep sense of peace.
- νόημα
There's a lot of sense in his advice, so I always listen carefully.
- κοινή λογική
Having the sense to bring an umbrella on a cloudy day saved her from getting soaked.
- λογική (στην ικανότητα να παίρνει κανείς καλές αποφάσεις βασισμένες στο τι είναι σωστό ή λογικό)
Wearing a helmet while biking is just plain good sense for safety.
- έννοια (συγκεκριμένη σημασία λέξης)
The word "bank" has different senses, such as the side of a river or a financial institution.
ρήμα “sense”
απαρέμφατο sense; αυτός senses; αόριστος sensed; μετοχή αορ. sensed; μετοχή ενεστ. sensing
- αισθάνομαι
He sensed danger the moment he walked into the dark alley.
- ανιχνεύω
The security system sensed an intruder and immediately sounded the alarm.