·

sense (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “sense”

ενικός sense, πληθυντικός senses ή μη μετρήσιμο
  1. αίσθηση
    After eating spicy food, her sense of taste was overwhelmed for hours.
  2. έννοια (στην ικανότητα κάποιου να κάνει ή να καταλαβαίνει κάτι καλά)
    Her sense of direction is so good, she can navigate through any city without a map.
  3. αίσθηση (της ηθικής ή του σωστού)
    She had a deep sense of responsibility towards her family.
  4. αίσθηση (γενικό συναίσθημα)
    After moving to the quiet countryside, she felt a deep sense of peace.
  5. νόημα
    There's a lot of sense in his advice, so I always listen carefully.
  6. κοινή λογική
    Having the sense to bring an umbrella on a cloudy day saved her from getting soaked.
  7. λογική (στην ικανότητα να παίρνει κανείς καλές αποφάσεις βασισμένες στο τι είναι σωστό ή λογικό)
    Wearing a helmet while biking is just plain good sense for safety.
  8. έννοια (συγκεκριμένη σημασία λέξης)
    The word "bank" has different senses, such as the side of a river or a financial institution.

ρήμα “sense”

απαρέμφατο sense; αυτός senses; αόριστος sensed; μετοχή αορ. sensed; μετοχή ενεστ. sensing
  1. αισθάνομαι
    He sensed danger the moment he walked into the dark alley.
  2. ανιχνεύω
    The security system sensed an intruder and immediately sounded the alarm.