·

bank (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “bank”

ενικός bank, πληθυντικός banks
  1. τράπεζα
    I need to go to the bank to apply for a mortgage.
  2. όχθη
    We walked along the bank of the river enjoying the sunset.
  3. ένα μέρος που αποθηκεύει πράγματα για μελλοντική χρήση
    The hospital's blood bank is running low on supplies.
  4. σωρός
    The children sled down the bank of snow behind the house.
  5. μεγαλύτερη μάζα σύννεφου ή ομίχλης
    A bank of fog rolled in, obscuring the coastline.
  6. σειρά ή πάνελ παρόμοιων αντικειμένων που ομαδοποιούνται μαζί
    The engineer checked the bank of monitors for any system errors.
  7. σειρά
    The organist played chords on the lower bank of keys.
  8. τα χρήματα που κατέχει ο ντίλερ ή ο τραπεζίτης σε ένα παιχνίδι
    During the poker game, Sarah kept a close eye on the bank to see how much money was left for the players to win.

ρήμα “bank”

απαρέμφατο bank; αυτός banks; αόριστος banked; μετοχή αορ. banked; μετοχή ενεστ. banking
  1. καταθέτω (σε τράπεζα)
    She banks her paycheck every Friday.
  2. βασίζομαι
    You can bank on him to deliver the project on time.
  3. κλίνω
    The pilot banked the airplane sharply to avoid the storm.
  4. στοιβάζω
    They banked sandbags along the river to prevent flooding.
  5. σκεπάζω τη φωτιά με στάχτες ώστε να καίει αργά
    He banked the fire before going to sleep to keep the cabin warm.