ουσιαστικό “meadow”
ενικός meadow, πληθυντικός meadows
- λιβάδι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children ran through the sunny meadow, their laughter echoing across the field of tall, swaying grass.