·

carpentry (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “carpentry”

ενικός carpentry, πληθυντικός carpentries ή μη μετρήσιμο
  1. ξυλουργική
    He learned carpentry to build his own house.
  2. ξυλουργήματα (τα ξύλινα μέρη ενός κτιρίου)
    The intricate carpentry in the old church attracted many visitors.