ουσιαστικό “carpentry”
ενικός carpentry, πληθυντικός carpentries ή μη μετρήσιμο
- ξυλουργική
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He learned carpentry to build his own house.
- ξυλουργήματα (τα ξύλινα μέρη ενός κτιρίου)
The intricate carpentry in the old church attracted many visitors.