·

expressionist (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “expressionist”

βασική μορφή expressionist (more/most)
  1. εξπρεσιονιστικός
    The gallery showcased several expressionist paintings.

ουσιαστικό “expressionist”

ενικός expressionist, πληθυντικός expressionists
  1. εξπρεσιονιστής (καλλιτέχνης)
    The expressionist conveyed deep emotions through his art.