ρήμα “unite”
απαρέμφατο unite; αυτός unites; αόριστος united; μετοχή αορ. united; μετοχή ενεστ. uniting
- ενώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The charity event united the community in support of the local hospital.
- ενώνομαι
To overcome the challenge, the villagers united in their efforts.