·

soccer (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “soccer”

ενικός soccer, μη μετρήσιμο
  1. ποδόσφαιρο (όρος που χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αμερική)
    Every Saturday, the kids gather at the park to play soccer.