επίθετο “necessary”
βασική μορφή necessary (more/most)
- απαραίτητος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Water is necessary for all forms of life.
- αναπόφευκτος (σίγουρος ότι θα συμβεί)
Aging is a necessary part of life.