·

necessary (EN)
επίθετο

επίθετο “necessary”

βασική μορφή necessary (more/most)
  1. απαραίτητος
    Water is necessary for all forms of life.
  2. αναπόφευκτος (σίγουρος ότι θα συμβεί)
    Aging is a necessary part of life.