·

doing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
do (ρήμα)

ουσιαστικό “doing”

ενικός doing, πληθυντικός doings ή μη μετρήσιμο
  1. πράξη
    The beautifully organized surprise party was all her doings, and everyone praised her for it.