·

serving (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “serving”

ενικός serving, πληθυντικός servings ή μη μετρήσιμο
  1. μερίδα
    The package contains six servings of cereal.

επίθετο “serving”

βασική μορφή serving, μη βαθμ.
  1. σερβιρίσματος (για φαγητό ή ποτό)
    She arranged the appetizers on a serving platter.