ουσιαστικό “serving”
ενικός serving, πληθυντικός servings ή μη μετρήσιμο
- μερίδα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The package contains six servings of cereal.
επίθετο “serving”
βασική μορφή serving, μη βαθμ.
- σερβιρίσματος (για φαγητό ή ποτό)
She arranged the appetizers on a serving platter.