ουσιαστικό “pore”
ενικός pore, πληθυντικός pores
- πόρος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After running, her pores were visibly releasing sweat.
- πόρος (σε υλικά)
Water seeped through the tiny pores in the sponge.
ρήμα “pore”
απαρέμφατο pore; αυτός pores; αόριστος pored; μετοχή αορ. pored; μετοχή ενεστ. poring
- μελετώ
She spent hours poring over her notes before the big exam.