·

tar (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “tar”

ενικός tar, πληθυντικός tars ή μη μετρήσιμο
  1. πίσσα
    The workers spread hot tar on the road to fill the cracks and make it smooth again.
  2. πίσσα (από το κάπνισμα)
    The doctor explained that smoking can cause a buildup of tar in the lungs.

ρήμα “tar”

απαρέμφατο tar; αυτός tars; αόριστος tarred; μετοχή αορ. tarred; μετοχή ενεστ. tarring
  1. αλείφω με πίσσα
    The workers tarred the roof to make it waterproof.
  2. αμαυρώνω (τη φήμη)
    The false rumors tarred her reputation, making it hard for her to find a job.