ουσιαστικό “easel”
ενικός easel, πληθυντικός easels
- καβαλέτο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The painter set up his easel by the river to capture the beautiful sunset.