·

variance (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “variance”

ενικός variance, πληθυντικός variances ή μη μετρήσιμο
  1. ασυμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων
    The variance between the two reports caused confusion among the team.
  2. διακύμανση (το ποσό της διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων)
    There is high variance in sales between months.
  3. διακύμανση (στατιστική, ο μέσος όρος των τετραγώνων των αποκλίσεων από τη μέση τιμή)
    The scientist calculated the variance to understand the data's spread.
  4. παρέκκλιση (νόμος, επίσημη άδεια να γίνει κάτι που συνήθως δεν επιτρέπεται από τους κανονισμούς)
    The company obtained a variance to build a taller structure than zoning laws typically permit.