επίθετο “insignificant”
βασική μορφή insignificant (more/most)
- ασήμαντος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The scratch on the car was so insignificant that no one even noticed it.