ουσιαστικό “image”
ενικός image, πληθυντικός images ή μη μετρήσιμο
- εικόνα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She showed me an image of her family vacation.
- εικόνα (δημόσια εντύπωση)
The company is working to improve its image after the scandal.
- (πληροφορική) πλήρες αντίγραφο δεδομένων αποθηκευμένο ως ένα μόνο αρχείο
Before replacing his computer, he created an image of the hard drive.
- (μαθηματικά) το αποτέλεσμα μιας συνάρτησης που δρα σε ένα στοιχείο ή σύνολο
In the function f(x) = x + 2, the image of 3 is 5.
- (ραδιόφωνο) ένα σήμα που μεταδίδεται σε διαφορετική συχνότητα και παρεμβάλλεται στο επιθυμητό σήμα
They adjusted the radio to minimize the image frequency interference.
ρήμα “image”
απαρέμφατο image; αυτός images; αόριστος imaged; μετοχή αορ. imaged; μετοχή ενεστ. imaging
- απεικονίζω
The scientist imaged the cell with a powerful microscope.