·

image (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “image”

ενικός image, πληθυντικός images ή μη μετρήσιμο
  1. εικόνα
    She showed me an image of her family vacation.
  2. εικόνα (δημόσια εντύπωση)
    The company is working to improve its image after the scandal.
  3. (πληροφορική) πλήρες αντίγραφο δεδομένων αποθηκευμένο ως ένα μόνο αρχείο
    Before replacing his computer, he created an image of the hard drive.
  4. (μαθηματικά) το αποτέλεσμα μιας συνάρτησης που δρα σε ένα στοιχείο ή σύνολο
    In the function f(x) = x + 2, the image of 3 is 5.
  5. (ραδιόφωνο) ένα σήμα που μεταδίδεται σε διαφορετική συχνότητα και παρεμβάλλεται στο επιθυμητό σήμα
    They adjusted the radio to minimize the image frequency interference.

ρήμα “image”

απαρέμφατο image; αυτός images; αόριστος imaged; μετοχή αορ. imaged; μετοχή ενεστ. imaging
  1. απεικονίζω
    The scientist imaged the cell with a powerful microscope.