ουσιαστικό “octave”
ενικός octave, πληθυντικός octaves
- οκτάβα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When she played the piano, her left hand stayed on middle C while her right hand moved up an octave.
- ογδόη
During practice, the coach emphasized the importance of mastering the octave to effectively block low attacks.
- οκτάβα (ημέρα μετά από μία εβδομάδα)
The church held a special service on the octave of Easter, exactly one week after the main celebration.
- οκτάβα (περίοδος οκτώ ημερών)
The church celebrated the octave of Easter with special prayers and services each day for eight days.