ρήμα “require”
απαρέμφατο require; αυτός requires; αόριστος required; μετοχή αορ. required; μετοχή ενεστ. requiring
- απαιτώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The manager requires the new hires to go through a strict onboarding process.
- χρειάζομαι
Building a house requires a solid foundation.