ουσιαστικό “thumb”
ενικός thumb, πληθυντικός thumbs
- αντίχειρας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used her thumb to press the button on the remote control.
- δρομέας (σε γραφικό περιβάλλον)
Drag the thumb on the volume slider to the right to increase the sound.
- μικρογραφία
I scrolled through the video thumbs to find the tutorial I needed.
ρήμα “thumb”
απαρέμφατο thumb; αυτός thumbs; αόριστος thumbed; μετοχή αορ. thumbed; μετοχή ενεστ. thumbing
- πιέζω ή αγγίζω με τον αντίχειρα
She thumbed through the pages of the book, looking for the chapter she wanted to read.
- λερώνω ή φθείρω από συχνή επαφή με τον αντίχειρα ή τα δάχτυλα
After reading her favorite book every night for a year, she had thumbed the pages until they were soft and worn.
- αυτοστοπάρω
After running out of gas in the middle of nowhere, we decided to thumb a ride to the nearest town.
- διαλέγω σελίδες με τον αντίχειρα
She thumbed through the magazine quickly, looking for the article she wanted to read.