ρήμα “swear”
απαρέμφατο swear; αυτός swears; αόριστος swore; μετοχή αορ. sworn; μετοχή ενεστ. swearing
- βρίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When he stubbed his toe, he couldn't help but swear loudly.
- ορκίζομαι (υποστηρίζω κάτι με έμφαση)
He swore he had returned the book to the library on time.
- ορκίζομαι
She swore to keep her friend's secret no matter what.
- ορκίζομαι (σε νομικό πλαίσιο)
Before the trial began, the witness swore to tell the truth, the whole truth, and nothing but the truth.